ιδιόσπορος — ἰδιόσπορος, ον (Α) 1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰδιόσπορος γη που σπείρεται από τον ιδιοκτήτη 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τἀ ἰδιόσπορα κτήματα σπαρμένα από τον ιδιοκτήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + σπορος (< σπόρος), πρβλ. βαθύ σπορος, εύ σπορος] … Dictionary of Greek
καδμείος — α, ο (Α καδμεῑος, εία, ον, ιων. τ. καδμήιος, ίη, ον, θηλ. και καδμηίς, ίδος, ποιητ. τ. καδμέιος [Κάδμος] 1. αυτός που προέρχεται από τον Κάδμο ή ανήκει ή αναφέρεται στον Κάδμο, τον θεμελιωτή τών αρχαίων Θηβών 2. φρ. α) «καδμήια γράμματα» οι… … Dictionary of Greek
κείρω — (ΑΜ κείρω, Α ιων. τ. κερέω) κόβω τα μαλλιά, κουρεύω μσν. συλλέγω, μαζεύω αρχ. 1. ξυρίζω, κόβω τις τρίχες σύρριζα 2. (σε μεγάλο πένθος) κόβω τα μαλλιά μου για να εκδηλώσω τη θλίψη μου 3. ληστεύω, αρπάζω 4. αποκόπτω, αποτέμνω 5. δρέπω 6. ερημώνω… … Dictionary of Greek
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek
σπαρτός — ή, ό / σπαρτός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (για αγρό) σπαρμένος, καλλιεργημένος 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) οἱ Σπαρτοί μυθ. οπλισμένοι άνδρες οι οποίοι, κατά την παράδοση, φύτρωσαν από τα δόντια τού δράκοντα που έσπειρε ο Κάδμος στη Βοιωτία και από τους οποίους … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ … Dictionary of Greek
Σάντα Μαργκερίτα Λίγκουρε — (Santa Margherita Ligure). Κωμόπολη (περ. 10.000 κάτ.) της Ιταλίας στην επαρχία της Λιγυρίας, σε απόσταση 31 χλμ. από τη Γένοβα. Είναι χτισμένη σε έναν κολπίσκο της ανατολικής ακτής του ακρωτηρίου του Πόρτο Φίνο και τριγυρίζετε από λόφους με… … Dictionary of Greek
υδρομυγαλή — Γένος θηλαστικών τρωκτικών της οικογένειας των Μυϊδών ή Μουριδών. Είναι τρωκτικά παρόμοια με τα ποντίκια, από τα οποία ξεχωρίζουν για το απο στρογγυλωμένο ρύγχος τους, τα μικρά αφτιά και την ουρά, που ποτέ δεν ξεπερνά σε μήκος το μισό του σώματος … Dictionary of Greek